προφθάσει

προφθάσει
προφθάνω
outrun
aor subj act 3rd sg (epic)
προφθάνω
outrun
fut ind mid 2nd sg
προφθάνω
outrun
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζοφοδορπίδας — και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α) 1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.) 2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον*) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται… …   Dictionary of Greek

  • προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • τρεχέδειπνος — ον, Α 1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία 2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”